- συνταξιοδοτώ
- -έω, Νπαρέχω, καταβάλλω σύνταξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνταξη + -δοτώ (< -δότης < δότης < δίδωμι), πρβλ. χρηματο-δοτώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνταξιοδοτώ — συνταξιοδοτώ, συνταξιοδότησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνταξιοδότηση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνταξιοδοτώ, παροχή σύνταξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνταξιοδοτώ. Η λ., στον λόγιο τ. συνταξιοδότησις, μαρτυρείται από το 1849 στον Φίλ. Ιωάννου] … Dictionary of Greek
συνταξιοδοτικός — ή, ό, Ν [συνταξιοδοτώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην συνταξιοδότηση («συνταξιοδοτικός οργανισμός») … Dictionary of Greek